περιτείχιση

περιτείχιση
η / περιτείχισις, -ίσεως, ΝΑ [περιτειχίζω]
περιβολή, οχύρωση ενός χώρου με τείχος
νεοελλ.
κτίσιμο, ανέγερση κτίσματος ολόγυρα από κάτι
αρχ.
1. αποκλεισμός, πολιορκία με την κατασκευή τείχους γύρω από κάτι
2. άμυνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιτείχιση — η το περιτείχισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • περιτείχισμα — το, ατος το τείχος γύρω γύρω, η περιτείχιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”